εὐθυλογία

εὐθυλογία
εὐθῠ-λογία, ,
A = εὐθυέπεια, Polem.Phgn.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευθυλογία — εὐθυλογία, ἡ (Α) [ευθυλόγος] η ευθυέπεια …   Dictionary of Greek

  • εὐθυλογίας — εὐθυλογίᾱς , εὐθυλογία fem acc pl εὐθυλογίᾱς , εὐθυλογία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυλογίαν — εὐθυλογίᾱν , εὐθυλογία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ՈՒՂՂԱԽՕՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0546 Chronological Sequence: 11c գ. ὁρθολογία, εὑθυλογία recta locutio. Ուղիղ խօսելն. ուղիղ խօսք. *Եւ ոչ յայնցանէ՝ զոր առեալ է բան (կարկատելով), ուղղախօսութիւն գտցես, եւ ոչ բան: Յոքունց նախ քան զհոմերոս ջան եդեալ բազում աշխատութեամբ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”